- νουνεχῶς
- νουνεχήςwith understandingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] … Dictionary of Greek
μετακεντρίζω — (Α) κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο 2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.) … Dictionary of Greek
νουνεχής — ές (ΑΜ νουνεχής, ές) συνετός, εχέφρων, μυαλωμένος («λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής», Πολύβ.). επίρρ... νουνεχῶς (ΑΜ) με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. νοῦν ἔχει (πρβλ. προσ εχής, συν εχής) ή νοῦν ἔχων] … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek